κοινοδικαιον

κοινοδικαιον
    κοινοδίκαιον
    κοινο-δίκαιον
    (δῐ) τό общее (для ряда городов) судопроизводство, общее судилище Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοινοδικαιον" в других словарях:

  • κοινοδίκαιον — κοινοδίκαιον, τὸ (Α) το δίκαιο που ίσχυε σε πολλές ομόσπονδες πόλεις …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»